Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξόβεργα
1 εγγραφή
ξόβεργα η [ksóverγa] Ο27α & ξόβεργο το [ksóverγo] Ο41 : μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με ιξό ή με άλλη κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά συνήθ. ωδικά πουλιά: Στήνανε ξόβεργες και πιάνανε καρδερίνες. Πιάστηκε / σπαρταρούσε σαν το πουλί στις ξόβεργες.

[μσν. *ιξόβεργα (πρβ. μσν. ξόβεργον) (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [i-ikso > ikso > i-kso] ) < ιξ(ός) -ο- + βέργα· μσν. ξόβεργον < ιξόβεργον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ιξ(ός) -ο- + βέργ(α) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες