Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξούρα
3 εγγραφές [1 - 3]
ξούρα η [ksúra] Ο25α : (λαϊκ.) 1. ξύρισμα: Θα κάνω μία ~! Kόντρα ~. 2. (μτφ.) μεγάλο ψέμα, τερατολογία.

[1: ξουρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)· 2: από συσχετισμό του ξυρίσματος και του κουρέματος με κουτσομπολιό και τερατολογίες: αρχ. κουρεῖον `κουρείο, μαγαζί όπου κυκλοφορούν τα νέα και τα σκάνδαλα΄, αρχ. κουρεύς `κουρέας΄, ελνστ. σημ.: `κουτσομπόλης΄, ελνστ. κουρεακός `κουτσομπόλικος΄, σύγκρ. μσν. τσουρουχία `σαχλαμάρα΄ < τσούρουχος `ξυρισμένος΄ < *ξύριχος < ξυρόν `ξυράφι΄· σύγκρ. επίσης νεοελλ. μούσι & τουρκ. ustura `ξυράφι, ψεύτικα λόγια΄]

ξουράφι το [ksuráfi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ξυράφι.

[μσν. ξουράφι < ελνστ. ξυράφιον υποκορ. του αρχ. ξυρός χωρίς τροπή [u > y > i] : δες Υ]

ξουραφίζω [ksurafízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξυραφίζω.

[ξουράφ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες