Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεχειμάζω [kseximázo] Ρ2.1α : (για αιγοπρόβατα, βοοειδή κτλ.) περνώ το χειμώνα· διαχειμάζω· (πρβ. ξεχειμωνιάζω): Kατεβάζουν τα κοπάδια για να ξεχειμάσουν στα πεδινά.
[μσν. ξεχειμάζω < εκχειμάζω (ἐκ- > ξε-) < ἐκ- αρχ. χεῖμ(α) `χειμώνας΄ -άζω]
- ξεχειμωνιάζω [kseximo
ázo] Ρ2.1α : περνώ το χειμώνα: Πού θα ξεχειμωνιάσετε φέτος; Ξεχειμωνιάσαμε χωρίς καλοριφέρ. [μσν. ξεχειμωνιάζω < ξε- χειμών(ας) -ιάζω]
- ξεχειμώνιασμα το [kseximó
azma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξεχειμωνιάζω. [ξεχειμωνιασ- (ξεχειμωνιάζω) -μα]