Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεριζωμό
1 εγγραφή
ξεριζωμός ο [kserizomós] Ο17 : βίαιη και αναγκαστική φυγή ενός λαού ή μιας οικογένειας από τον τόπο τους.

[ξεριζώ(νω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες