Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπαστρεύω
1 εγγραφή
ξεπαστρεύω [ksepastrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) σκοτώνω, αφανίζω: H επιδημία κόντεψε να ξεπαστρέψει ολόκληρο το χωριό. Tον απείλησαν ότι θα τον ξεπαστρέψουν. Bάλαμε φάρμακο για να ξεπαστρέψουμε τις κατσαρίδες.

[μσν. ξεπαστρεύω < ξε- παστρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες