Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενυχτώ
1 εγγραφή
ξενυχτώ [ksenixtó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξενυχτισμένος : 1.μένω άυπνος κατά τη διάρκεια της νύχτας· (πρβ. ξαγρυπνώ): Πρέπει να ξενυχτήσω απόψε για να τελειώσω αυτά τα σχέδια. Ξενυχτάει κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της. Ξενύχτησα όλο το βράδυ, γιατί έκαναν θόρυβο οι διπλανοί. (έκφρ.) θα το ξενυχτήσουμε απόψε;, θα ξενυχτήσουμε; || ~ κπ.: α. ξενυχτώ δίπλα σε κπ.: Θα ξενυχτήσουμε το νεκρό, θα μείνουμε όλη τη νύχτα δίπλα στο φέρετρο, σύμφωνα με το έθιμο. β. γίνομαι αιτία να ξενυχτήσει κάποιος: Mε ξενύχτησε το μωρό με το κλάμα του. 2. διασκεδάζω ως τις πρώτες πρωινές ώρες: Tου αρέσει να ξενυχτάει.

[μσν. ξενυχτώ < ξε- νύχτ(α) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες