Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενιτιά
1 εγγραφή
ξενιτιά η [ksenitxá] Ο24 : ο τόπος στον οποίο ξενιτεύεται κάποιος· τα ξένα: Πάω στην ~. Έζησε πολλά χρόνια στην ~. Tραγούδια της ξενιτιάς.

[μσν. ξενιτιά < ελνστ. ξενιτεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. ξενιτεία `μισθοφορική υπηρεσία΄) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες