Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενίζω [ksenízo] -ομαι Ρ2.1 : αισθάνομαι έκπληξη, συνήθ. δυσάρεστη, παραξενεύομαι για κτ. που δε μου είναι οικείο, που δεν το περίμενα: Mε ξένισαν τα λόγια του. Δε με ξενίζει η συμπεριφορά του.
[λόγ. < ελνστ. ξενί ζω, αρχ. σημ.: `φιλοξενώ΄]