Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενερίζω [ksenerízo] Ρ2.1α : (οικ.) 1. για ψάρι που χάνει τον προσανατολισμό του. 2. για ψάρι ή για πέτρα που ξεπροβάλλει μέσα από το νερό.
[μσν. ξενερίζω < ξε- νερ(ό) -ίζω]