Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμυαλίζω
1 εγγραφή
ξεμυαλίζω [ksemnalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.γοητεύω κπ. με παραπλανητικά λόγια ή με καμώματα και τον παρασύρω σε ενέργειες αντίθετες προς τη σύνεση και τη λογική· ξελογιάζω: Tον ξεμυάλισαν οι κακές παρέες. Ξεμυαλίζει τα κορίτσια. Kάποιος την είχε ξεμυαλίσει κι έφυγε μαζί του. 2. (μππ.) για κπ. που συμπεριφέρεται επιπόλαια και ανόητα, που έχει χάσει τα μυαλά του: Έλα εδώ, βρε ξεμυαλισμένη! Mη με πάρετε για κανέναν ξεμυαλισμένο.

[ξε- μυαλ(ό) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες