Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεγεννώ
1 εγγραφή
ξεγεννώ [ksejenó] Ρ10.1α : (οικ.) βοηθώ ετοιμόγεννη γυναίκα ή ετοιμόγεννο ζώο να γεννήσει: Tην ξεγέννησε η μαμή.

[αρχ. ἐκγεννῶ (ἐκ- > ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες