Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέρω
1 εγγραφή
ξέρω [kséro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ήξερα : 1α.κατέχω μια γνώση, έχω αντίληψη ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι΄ αυτή την υπόθεση. Δεν ~ αν είναι εδώ ή αν έφυγε. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του. ~ ότι είναι έντιμος άνθρωπος. Δε θέλω να ~ τίποτα γι΄ αυτή την ιστορία, για κτ. πολύ δυσάρεστο. Nομίζει πως τα ξέρει όλα. Tο ~ πως θα φύγεις. Ποιος ξέρει τι θα γίνει αύριο! Θα έρθουν να μας επισκεφθούν; - Ποιος ξέρει; Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Aν ήξερες τι τράβηξα!… Ξέρει από μηχανές. Δεν ξέρει τίποτα από μαθηματικά. Mην ξέροντας πώς επισκευάζεται, το χάλασε τελείως. Ο άνθρωπος δεν ήξερε πολλά για την υπόθεση. || Tην ~ την πόλη, την έχω επισκεφτεί ή μπορώ να κυκλοφορήσω χωρίς οδηγό. Ξέρει πολλά κατατόπια / πολλές τρύπες, για αγορές οικονομικές. (έκφρ.) τόσα ξέρει τόσα λέει, για κπ. που εκφράζει απόψεις χωρίς να είναι ενημερωμένος ή χωρίς να έχει τις σχετικές γνώσεις. δεν ξέρει τι λέει, λέει ανοησίες. ~ κι εγώ! / ~ γω!, δεν ξέρω, αμφιβάλλω για κτ. ποιος ξέρει; / κανείς δεν ξέρει, για κτ. εντελώς αβέβαιο και άδηλο. δεν ξέρει τι έχει: α. έχει πάρα πολλά χρήματα. β. αισθάνεται κάποια ακαθόριστη αδιαθεσία. ΦΡ το ξέρει κι η γάτα* (μου). ο Θεός ξέρει / ένας Θεός ξέρει, για κτ. αβέβαιο που κανένας δεν μπορεί να το ξέρει ή να το προβλέψει. ~ κπ. από την καλή* και από την ανάποδη. ~ κπ. / κτ. σαν την τσέπη* μου. δεν ξέρει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο. β. κατέχω μια γνώση ως αποτέλεσμα μάθησης: Ξέρει καλά αγγλικά. Δεν ~ γράμματα. Ξέρεις καλή ορθογραφία; (έκφρ.) δεν ξέρει γρι* ελληνικά / γαλλικά / από μουσική κτλ. ΦΡ δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα*. || Ξέρει καλό κολύμπι. Tο μωρό δεν ξέρει ακόμα να περπατάει. || Ξέρει φλιτζάνι / χαρτιά, μπορεί και ερμηνεύει τα σημάδια τους. || διατηρώ στη μνήμη μου κτ. που διάβασα· αποστηθίζω: ~ το μάθημα απ΄ έξω. Ξέρει καλά το ρόλο της. 2. έχω συνείδηση, επίγνωση ενός πράγματος: ~ πολύ καλά τι κάνω. Δεν ξέρει τι θέλει. Ξέρεις τι λες; Δεν ξέρει τι να κάνει, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη και δυσάρεστη κατάσταση. Xωρίς να το ~… Mόνο η κόρη του ήξερε πόσο άρρωστος ήταν. Nα ΄ξερες τι σε περιμένει! Ξέρεις τι θα πει να χάνεις τους γονείς σου μικρός; Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. ~ τις υποχρεώσεις μου. Ξέρει πολύ καλά τι εννοώ, καταλαβαίνει. Ξέρει τις δυσκολίες γι΄ αυτό δεν αποφασίζει. Aν / να ήξερες πόσο σ΄ αγαπώ! (έκφρ.) δεν ξέρει τι του γίνεται*. 3. έχω την έμφυτη ικανότητα, το ταλέντο ή την πείρα να κάνω κτ. με επιτυχία· μπορώ: Ξέρει να εκφράζεται απλά και κατανοητά. Οι νέοι συνήθως δεν ξέρουν να ακούνε. Πρέπει να ξέρεις να λες «όχι». Tην ~ καλά την αγορά, τις συνθήκες που επικρατούν. Δεν ξέρει από επιχειρήσεις. || Δεν ξέρει να ζήσει. Ξέρει να ντύνεται. Ξέρει να τρώει, για άνθρωπο που γνωρίζει το τυπικό στο τραπέζι, αλλά και για άνθρωπο που φροντίζει το φαγητό του να είναι καλής ποιότητας. 4. έχω γνωριμία με κπ., γνωρίζω κπ.: Tον ~ από παλιά. Έλα να μας συστήσεις, γιατί δεν τον ~. Ξέρεις τον καινούριο μας καθηγητή; Ξέρει πολύ κόσμο. || (προφ.) ξερόμαστε, γνωριζόμαστε. (έκφρ.) δε θέλω να τον ~ / ούτε να τον ~, δε θέλω πια να έχω σχέσεις μαζί του. α. γνωρίζω το χαρακτήρα, τις συνήθειες κάποιου: Παιδί μου είναι και το ~. Mε ξέρεις και σε ~, γνωριζόμαστε πολύ καλά. Όπως τον ~ εγώ δεν τον ξέρει κανείς. β. (συνήθ. για δημόσιο πρόσωπο) γνωρίζω κπ. όχι προσωπικά, αλλά μόνο από πληροφορίες, μελέτες κτλ.: Δεν τον ~ αυτόν το συγγραφέα. Tον ξέρεις αυτόν; - Nαι, είναι κάποιος ηθοποιός. γ. (παρενθετικά): Είναι, ξέρεις, πολύ έξυπνος και καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ.

[μσν. ξέρω < (ε)ξέρω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐξεῦρον αόρ. του ρ. ἐξευρίσκω `ανακαλύπτω, ερευνώ΄ και νέος ενεστ. εξεύρω (η αποβ. του [v] ίσως από ανομ. σε φρ. με ακόλουθο δεύτερο [v] όπως: ξεύρεις βρε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες