Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νυν [nín] επίρρ. : 1.(λόγ.) τώρα. (εκκλ. έκφρ.) ~ και αεί, και τώρα και πάντα. ΦΡ φτάνω στο ~ και αεί, εξαντλούμαι τελείως, φτάνω στο τέλος: H υπομονή μου έφτασε στο ~ και αεί. Δεν αντέχω άλλο, έφτασα στο ~ και αεί. 2. (με άρθρο, ως επίθ.) τωρινός. ANT πρώην: Ο ~ πρωθυπουργός / ιδιοκτήτης.
[λόγ. < αρχ. επίρρ. νῦν `τώρα΄]