Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντόμπρα
1 εγγραφή
ντόμπρος -α -ο [dóbros] Ε4 : (οικ.) α. που έχει ευθύ χαρακτήρα, που δε διστάζει να μιλήσει ανοιχτά και καθαρά και να δείξει τις διαθέσεις και τις προθέσεις του: Tίμιος και ~ άνθρωπος. β. που ταιριάζει σε έναν ντόμπρο άνθρωπο: Nτόμπρες κουβέντες. ντόμπρα ΕΠIΡΡ: Tου τα ΄πα ~ και καθαρά.

[σλαβ. dobăr, dobro ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες