Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντουζ
4 εγγραφές [1 - 4]
ντουζ το [dúz] & ντους το [dús] Ο (άκλ.) : 1.πλύσιμο όλου του σώματος με νερό που πέφτει σαν βροχή από μια ειδική συσκευή μέσα στο λουτρό ή σε άλλους ειδικούς χώρους: Kάνω ~. Παίρνω ένα κρύο / ζεστό ~. ΦΡ σκοτσέζικο* ντους. 2α. ειδική συσκευή για το πλύσιμο του σώματος με τον παραπάνω τρόπο, που συνδέεται με την παροχή του νερού με άκαμπτο ή με αρθρωτό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε μια διάτρητη κεφαλή από όπου εκτοξεύεται το νερό. β. ειδικός χώρος όπου υπάρχει κοινόχρηστο ντους: Στην κατασκήνωση υπάρχουν πολλά ~. ντουζάκι το YΠΟKΟΡ: Θα κάνω ένα ~.

[λόγ. < παλ. γαλλ. douge· λόγ. αναδαν. < γαλλ. douche]

ντουζένι το [duzéni] Ο44α : (λαϊκ.) συνήθ. στη ΦΡ είμαι στα ντουζένια μου, είμαι στα κέφια μου.

[τουρκ. düzen `αρμονία΄ ]

ντουζιέρα η [duzjéra] Ο25α : είδος χαμηλής μπανιέρας για πλύσιμο με ντους.

[ντουζ -ιέρα]

ντουζίνα η [duzína] Ο25α : (οικ.) δωδεκάδα: Aγόρασα μια ~ / μισή ~ πιάτα / εσώρουχα / αυγά. Ήρθαν μια ~ άνθρωποι, δώδεκα ή γενικά, πολλοί. Aγοράζω κτ. με τις ντουζίνες, σε μεγάλες ποσότητες, πολλά μαζί.

[παλ. ιταλ. *duzina < γαλλ. douzaine (πρβ. σημερ. ιταλ. dozzina)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες