Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταρντανογυναίκα
1 εγγραφή
νταρντανογυναίκα η [dardanojinéka] Ο25 : (οικ.) νταρντάνα.

[νταρντά ν(α) -ο- + γυναίκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες