Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταραβερίζομαι
1 εγγραφή
νταραβερίζομαι [daraverízome] & νταλαβερίζομαι [dalaverízome] Ρ2.1β : (οικ.) 1. έχω οικονομικές δοσοληψίες: Δεν μπορώ να νταραβεριστώ χωρίς λεφτά. 2. έχω σχέσεις με κπ.: Aυτός νταραβερίζεται με πολύν κόσμο.

[νταραβέρ(ι), νταλαβέρ(ι) -ίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες