Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταγιαντίζω
1 εγγραφή
νταγιαντίζω [dajandízo] Ρ2.1α & νταγιαντώ [dajandó] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) υπομένω, αντέχω: Δεν νταγιάντιζε άλλο τη μιζέρια. Bάστα καρδιά, νταγιάντα.

[τουρκ. dayand(ι) γ' εν. αορ. του ρ. dayan- `στηρίζομαι, αντιστέκομαι΄ -ίζω· νταγιαντ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. νταγιαντισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες