Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντάνα
1 εγγραφή
ντάνα η [dána] Ο25 : στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: Nτάνες από φύλλα χαρτιού / από πλάκες ξύλου.

[ιταλ. tana `βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες