Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντάλια η [dála] Ο25α : α.γένος πολυετών φυτών που καλλιεργείται για τα διακοσμητικά λουλούδια του. β. το λουλούδι του παραπάνω φυτού, που έχει σχήμα σφαιρικό και χρώμα κόκκινο, κίτρινο ή λευκό.
[λόγ. < νλατ. dahlia < ανθρωπων. Dahl (Σουηδός βοτανολόγος) -ia = -ια]