Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοσηρότητα η [nosirótita] Ο28 : 1α.η ιδιότητα του νοσηρού: H ~ μιας κατάστασης. β. το σύνολο των αιτίων που μπορούν να προκαλέσουν μια ασθένεια: H ~ του κλίματος. 2. (στατ.) ο αριθμός των ατόμων που έχουν προσβληθεί από κάποιο νόσημα, σε μια συγκεκριμένη ομάδα και σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα: Στατιστικός πίνακας της νοσηρότητας των ανθρακωρύχων την τελευταία διετία.
[λόγ. νοσηρ(ός) -ότης > -ότητα]