Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Nόμπελ το [nóbel] Ο (άκλ.) : (βραβείο) ~, βραβείο που απονέμεται κάθε χρόνο από τη Σουηδική Aκαδημία σε επιστήμονες που διακρίθηκαν σε διάφορους τομείς ή σε άτομα που συνέβαλαν στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης: ~ ιατρικής / φυσικής / χημείας / λογοτεχνίας / ειρήνης.
[λόγ. < ανθρωπων. Nobel (Σουηδός εφευρέτης και ευεργέτης, που κληροδότησε την περιουσία του για τη δημιουργία του βραβείου)]