Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοικοκυρεύω
1 εγγραφή
νοικοκυρεύω [nikokirévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α.καθαρίζω ένα χώρο και τακτοποιώ, συγυρίζω τα πράγματα που βρίσκονται σ΄ αυτόν: Άνω κάτω το βρήκα το σπίτι, πρέπει να το νοικοκυρέψω λίγο. Πήγε στο γιο της να τον νοικοκυρέψει, να του τακτοποιήσει το σπίτι. Nοικοκυρεμένο δωμάτιο / σπίτι. || (επέκτ., μππ.) για κτ. που γίνεται με τάξη και προσοχή: Έκανες νοικοκυρεμένη δουλειά. β. κάνω σωστή οικονομική διαχείριση και οργανώνω σωστά καθετί που αφορά ένα σύνολο ατόμων, μια υπηρεσία κτλ.: Tο νέο συμβούλιο κατάφερε να νοικοκυρέψει το σύλλογό μας. Nοικοκυρεμένη οικογένεια. Nοικοκυρεμένο σπίτι. || Έζησε πάντα μια νοικοκυρεμένη ζωή. 2. βοηθώ κπ. να τακτοποιηθεί οικονομικά και οικογενειακά: Θέλω, παιδί μου, να σε νοικοκυρέψω, όσο ζω. || (παθ.) παντρεύομαι ή, και ως ανύπαντρος, οργανώνω το σπιτικό μου: Πρέπει να βρεις μια γυναίκα να νοικοκυρευτείς κι εσύ.

[νοικοκύρ(ης) -εύω (πρβ. μσν. οικοκυρεύω ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες