Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νινί
2 εγγραφές [1 - 2]
νινί το [niní] Ο43 : (παιδ.) μωρό. || κούκλα που παριστάνει μωρό. νινάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *νινί (πρβ. μσν. νινάκι, ελνστ. νιννίον) λ. νηπιακή]

νινίδα η [niníδa] Ο26 : κρούστα από σμήγμα που σχηματίζεται στο κεφάλι των βρεφών.

[νιν(ί) -ίδα κατά το κασίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες