Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νησίδα
1 εγγραφή
νησίδα η [nisíδa] Ο26 : 1.(λόγ.) νησάκι. 2. διαχωριστική, υπερυψωμένη λωρίδα σε δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας, για την προστασία πεζών και οχημάτων· νησίδα ασφαλείας: Διαχωριστική ~. 3. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα μέσα σε έναν ευρύτερο χώρο: Tο πρώην Δυτικό Bερολίνο ήταν μια ~ του δυτικού κόσμου μέσα στον ανατολικό συνασπισμό. Γλωσσική ~.

[λόγ.: 1: αρχ. νησίς, αιτ. -ίδα (υποκορ. του νῆσος)· 2, 3: σημδ. γαλλ. îlot]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες