Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηπιαγωγός
1 εγγραφή
νηπιαγωγός η [nipiaγoγós] Ο34 αρσ. νηπιαγωγός [nipiaγογós] Ο17 : παιδαγωγός ειδική στην εκπαίδευση των νηπίων.

[λόγ. νήπι(ον) + -αγωγός κατά το παιδαγωγός (θηλ.)· λόγ. αρσ. < θηλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες