Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεωκόρος
1 εγγραφή
νεωκόρος ο [neokóros] Ο18 θηλ. νεωκόρος [neokóros] Ο35 & νεωκόρισσα [neokórisa] Ο27 : αυτός που φροντίζει για την καθαριότητα, την τάξη και την ασφάλεια ενός ενοριακού ναού· εκκλησάρης.

[λόγ. < αρχ. νεωκόρος `επιστάτης αρχαίου ναού΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· νεωκόρ(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες