Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεράιδα
1 εγγραφή
νεράιδα η [neráiδa] Ο26 : 1.στη λαϊκή μας παράδοση, φανταστικό ον με μορφή νέας και πολύ όμορφης γυναίκας, που ζει μακριά από κατοικημένους τόπους: Όμορφη σαν ~. 2. (μτφ.) πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα. νεραϊδούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. *νεράιδα (πρβ. μσν. νεράδα) < *νεραΐδα με διφθογγοπ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. Νηρηΐς, αιτ. -ΐδα (Νηρηΐδες: κόρες του θεού Νηρέα) παρετυμ. νερό· νεράιδ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες