Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεομάρτυρας
1 εγγραφή
νεομάρτυρας ο [neomártiras] Ο5 : επίσημος εκκλησιαστικός χαρακτηρισμός χριστιανού, που πέθανε κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, με μαρτυρικό θάνατο, γιατί αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του και να εξισλαμιστεί.

[λόγ. νεο- + μάρτυς > μάρτυρας (πρβ. ελνστ. νεομάρτυς `πρόσφατος μάρτυρας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες