Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νίβω
1 εγγραφή
νίβω [nívo] -ομαι Ρ4 : (παρωχ.) πλένω σε κπ. το πρόσωπο ή και τα χέρια του: Έλα να σε νίψω. || (παθ.) πλένομαι: Mόλις ξύπνησα, στάσου να νιφτώ. ΠAΡ Tο ΄να χέρι νίβει τ΄ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, για να δηλώ σουμε ότι ο ένας πρέπει να βοηθάει τον άλλο και όλοι μαζί να δουλεύουν για το κοινό συμφέρον.

[ελνστ. νίβω (αρχ. νίζω, νίπτομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες