Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νήσσα
1 εγγραφή
νήσσα η [nísa] Ο25 : (λόγ., επιστ.) πάπια. ΦΡ ποιώ την νήσσαν, προσποιούμαι ότι δε γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κτ., αποφεύγω να πάρω θέση· ΣYN ΦΡ κάνω την πάπια.

[λόγ. < αρχ. νῆσσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες