Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέμομαι
1 εγγραφή
νέμομαι [némome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.εκμεταλλεύομαι τα οικονομικά οφέλη που αποφέρει ένα αγαθό, συνήθ. παράνομα ή εκβιαστικά: Xρόνια ολόκληρα νέμεται την ξένη περιουσία / την περιουσία του πατέρα του. || (νομ.) έχω τη νομή ενός πράγματος. 2. εκμεταλλεύομαι, για το προσωπικό μου συμφέρον, τις δυνατότητες που μου δίνει η κατοχή μιας καίριας θέσης: Ορισμένοι ανώτεροι υπάλληλοι νέμονται τις υπηρεσίες του υπουργείου.

[λόγ. < αρχ. νέμομαι `κατέχω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες