Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόρα
3 εγγραφές [1 - 3]
μόρα η [móra] Ο25α : (λαϊκότρ.) ο βραχνάς.

[σλαβ. mora `θανατικό΄]

μοραΐτικος -η -ο [moraítikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) πελοποννησιακός.

[μσν. Μοραΐτ(ης) -ικος < Mορ(έας) -αΐτης]

μορατόριουμ το [moratórium] Ο (άκλ.) : 1. προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ δύο χωρών, ύστερα από συμφωνία μεταξύ τους: ~ πτήσεων πολεμικών αεροσκαφών πάνω από την Kύπρο. || (επέκτ.): ~ ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση όσον αφορά τα εθνικά θέματα. 2. το δικαιοστάσιο.

[λόγ. < νλατ. moratorium (λατ. moratorius `που καθυστερεί κτ.΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες