Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυχός
1 εγγραφή
μυχός ο [mixós] Ο17 : το εσώτατο σημείο ενός κόλπου, λιμανιού κτλ.: H Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου.

[λόγ. < αρχ. μυχός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες