Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπρούμυτα [brúmita] επίρρ. : (για πρόσ.) με το πρόσωπο, το στήθος και την κοιλιά προς το έδαφος. ANT ανάσκελα: Πέφτω / ξαπλώνω / κοιμάμαι (τα) ~. Έπεσε ~ και προσκύνησε.
[μσν. μπρόμυτα ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b-m] ) < πρόμυτα (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς ουσ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα) < προ- μύτ(η) επίρρ. -α]