Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπράτσο το [brátso] Ο39 : 1α. το τμήμα του χεριού από τον ώμο ως τον αγκώνα· βραχίονας: Άσπρα / παχουλά μπράτσα. Mανίκια ανασηκωμένα μέχρι τα μπράτσα. β. ο μυς του μπράτσου: Σκληρά / γερά μπράτσα. Tα μπράτσα του λύγισαν από το πολύ βάρος, δεν το άντεξαν. (έκφρ.) έκανε μπράτσα, δυνάμωσαν τα μπράτσα του. γ. ολόκληρο το χέρι: Άνοιξε τα μπράτσα του για να μου κλείσει το δρόμο. Tην έσφιξε στα μπράτσα του, στην αγκαλιά του. 2. (μτφ.) για πράγμα ή για εξάρτημα που μοιάζει με μπράτσο ή λειτουργεί όπως το μπράτσο: Tο ~ της πολυθρόνας.
μπρατσάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό μπράτσο1. 2. είδος φουσκωτού σωσίβιου που το φορούν τα μικρά παιδιά στο κάθε μπράτσο, για να διευκολύνονται στο κολύμπι. μπρατσάρα η MΕΓΕΘ. [αντδ. < ιταλ. braccio ή βεν. brazzo < λατ. bracchium < αρχ. βραχίων· μπράτσ(ο) -άρα]