Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπράβος ο [brávos] Ο18 : (μειωτ.) ο σωματοφύλακας: Kομματάρχης που συνοδεύεται από τους μπράβους του. || (επέκτ.): Οι μπράβοι του κόμματος· (πρβ. τραμπούκος).
[ιταλ. bravo `μισθοφόρος, σωματοφύλακας΄ (από τη σημ.: `γενναίος, άγριος΄) -ς]