Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπούμα
1 εγγραφή
μπούμα η [búma] Ο25α : 1. το πανί των ιστιοφόρων που είναι τελευταίο προς τη μεριά της πρύμνης. 2. είδος γερανού.

[ιταλ. boma `αντένα του καταρτιού της πρύμνης΄ ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b-m] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες