Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπουρτζόβλαχος ο [burdzóvlaxos] Ο20 : (μειωτ.) αγροίκος, απολίτιστος άνθρωπος.
[μπούρτζ(ι) -ο- + βλάχος, ίσως από την έννοια `καστροφύλακας΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μπούρτζ(ι) -ο- + βλάχος, ίσως από την έννοια `καστροφύλακας΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |