Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουγάτσα
2 εγγραφές [1 - 2]
μπουγάτσα η [buγátsa] Ο25α : είδος πίτας που γίνεται με φύλλα ζύμης και κρέμα ή τυρί: Γλυκιά / αλμυρή ~.

[μσν. πογάτσα < τουρκ. boğaça, poğaça < ιταλ. focaccia ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] και του υπερ. [γ] )]

μπουγατσατζίδικο το [buγatsadzíδiko] Ο41 : κατάστημα που φτιάχνει και πουλάει μπουγάτσες.

[μπουγάτσ(α) -ατζίδικο, ουδ. του -ατζίδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες