Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπιφτέκι
1 εγγραφή
μπιφτέκι το [biftéki] Ο44 : παρασκεύασμα από κιμά, το οποίο πλάθεται έτσι, ώστε να είναι λεπτό, πλατύ και σχεδόν κυκλικό, και τρώγεται ψητό.

[γαλλ. bifteck < αγγλ. beefstake]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες