Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπατακτσής
1 εγγραφή
μπατακτσής ο [bataktsís] Ο8 θηλ. μπατακτσού [bataktsú] Ο37 & μπαταχτσής ο [bataxtsís] Ο8 θηλ. μπαταχτσού [bataxtsú] Ο37 & μπαταξής ο [bataksís] Ο8 θηλ. μπαταξού [bataksú] Ο37 : αυτός που συστηματικά αποφεύγει να πληρώσει τα χρέη του: Mην του δανείζεις· είναι μεγάλος ~. || (επέκτ.) απατεώνας.

[τουρκ. batakçι -ς· ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · αποβ. του [t] ανάμεσα σε δύο σύμφ. για απλοπ. του συμφ. συμπλ.· μπατακτσ(ής), μπαταχτσ(ής), μπαταξ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες