Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαρμπέρης ο [barbéris] Ο11 : (παρωχ.) ο κουρέας.
[μσν. μπαρμπιέρης < ιταλ. barbier(e) -ης με αποβ. του [i] ανάμεσα σε δύο σύμφ. και ακόλουθο φων. ή και από επίδρ. του ιταλ. barberia `μπαρμπέρικο΄]