Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαξές
1 εγγραφή
μπαξές ο [baksés] & μπαχτσές ο [baxtsés] Ο13 : (λαϊκότρ.) κήπος, περιβόλι. ΦΡ είναι κάποιος ~ ή (έχει) καρδιά μπαξέ, για καλόκαρδο ή ανοιχτόκαρδο άνθρωπο.

[-χτσ-: τουρκ. bahçe (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες