Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαμπουλώ
1 εγγραφή
μπαμπουλώνω [babulóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) τυλίγω με κάλυμμα, συνήθ. μαντίλα, κασκόλ κτλ., το κεφάλι ή και μέρος του προσώπου, συνήθ. για να προφυλαχτώ από το κρύο: Έτσι μπαμπουλωμένη που κυκλοφορείς δεν μπόρεσα να σε γνωρίσω.

[μπαμπούλ(ας) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες