Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπίρα
2 εγγραφές [1 - 2]
μπίρα η [bíra] Ο25α : οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από τη βύνη του κριθαριού με ζύμωση· ζύθος: Πίνω την ~ με / χωρίς αφρό. Πίνω ένα ποτήρι / ένα μπουκάλι ~. Bαρελίσια ~. Mαύρη ~, σκούρου χρώματος. Ποτήρι / μπουκάλι (της) μπίρας, ειδικό για μπίρα. Mαγιά* της μπίρας. μπιρίτσα η YΠΟKΟΡ. μπιρούλα η YΠΟKΟΡ.

[βεν. bira < γερμ. Bier· μπίρ(α) -ίτσα, -ούλα]

μπιραρία η [biraría] Ο25 : κατάστημα στο οποίο σερβίρεται στους πελάτες μπίρα.

[βεν. biraria]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες