Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπέσα
4 εγγραφές [1 - 4]
μπέσα η [bésa] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) η ιδιότητα του μπεσαλή: Γυναίκα / άνθρωπος με / χωρίς ~. Mη βασίζεσαι σ΄ αυτόν· δεν έχει ~. ΦΡ ~ για ~, για έμφαση, σε περιπτώσεις που δίνεται λόγος τιμής.

[αλβ. besa `η μπέσα΄]

μπεσαλής ο [besalís] Ο8 θηλ. μπεσαλού [besalú] Ο37 : αυτός που κρατάει το λόγο του, που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. || (ως επίθ.): Είναι ~ άνθρωπος· δεν πρόκειται να σε γελάσει.

[μπέσ(α) -αλής· μπεσαλ(ής) -ού]

μπεσαλίδικος -η -ο [besalíδikos] Ε5 : που αναφέρεται στον μπεσαλή: Mπεσαλίδικες κουβέντες.

[μπεσα λ(ής) -ίδικος]

μπεσαμέλ η [besamél] Ο (άκλ.) : άσπρη σάλτσα που γίνεται με γάλα, αλεύρι και αυγά: ~ για το παστίτσιο / για το μουσακά.

[λόγ. < γαλλ. béchamel < ανθρωπων. Béchamel (όν. Γάλλου καλοφαγά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες