Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάρμπας ο [bárbas] Ο4 : (λαϊκότρ.) 1. ο θείος. ΦΡ το Θεό μπάρμπα να ΄χεις, (με αρνητική πρόταση) για κτ. που δεν πρόκειται να γίνει: Δε γλιτώνεις, το Θεό μπάρμπα να ΄χεις. έχει μπάρμπα στην Kορώνη, έχει μεγάλα μέσα. ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη*. 2. (οικ.) ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε άντρα πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού: Δώσε κι εμένα μπάρμπα, ως διαφήμιση εμπορεύματος από μικροπωλητή.
μπαρμπούλης ο YΠΟKΟΡ. [μσν. μπάρμπας < παλ. ιταλ., βεν. barba -ς· μπάρμπ(ας) -ούλης]