Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάρκο
1 εγγραφή
μπάρκο το [bárko] Ο39 : (ναυτ., παρωχ.) α. ιστιοφόρο πλοίο ιδίως με τρία κατάρτια. β. το εμπόρευμα που μεταφέρει ένα πλοίο.

[ιταλ. barco]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες