Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάμια
2 εγγραφές [1 - 2]
μπάμια η [bámna] Ο25α : ποώδες μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη, του οποίου ο καρπός έχει χνουδωτή επιφάνεια, κωνικό σχήμα με ραβδώσεις κατά μήκος και τρώγεται μαγειρεμένος ως λαχανικό: Kαλλιεργώ μπάμιες. || ο καρπός της μπάμιας: Kαθαρίζω / μαγειρεύω τις μπάμιες. Tρώω μπάμιες γιαχνί / με κοτόπουλο.

[τουρκ. bamya (από τα αραβ.)]

μπάμιας ο [bámnas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι νωθρός, δεν παίρνει πρωτοβουλίες και γενικά θεωρείται ανόητος: Ήθελα να ΄ξερα πού τον βρήκε αυτό τον μπάμια η κόρη μου και τον παντρεύτηκε.

[μπάμι(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες